- μελέτωρ
- μελέτωρ, -ορος, ὁ (Α)1. αυτός που προνοεί ή φροντίζει για κάποιον ή για κάτι2. εκδικητής, τιμωρός («ἐφάνη γὰρ μελέτωρ ἀμφὶ τὸν ἐν πένθει», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλω «προνοώ, φροντίζω» + επίθημα -τωρ (πρβλ. διδάκ-τωρ)].
Dictionary of Greek. 2013.